Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὦ σχετλία

См. также в других словарях:

  • σχετλία — σχετλίᾱ , σχέτλιος able to hold out fem nom/voc/acc dual σχετλίᾱ , σχέτλιος able to hold out fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλίᾳ — σχετλίᾱͅ , σχέτλιος able to hold out fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχέτλια — σχέτλιος able to hold out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλίας — σχετλίᾱς , σχέτλιος able to hold out fem acc pl σχετλίᾱς , σχέτλιος able to hold out fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλίαν — σχετλίᾱν , σχέτλιος able to hold out fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχέτλι' — σχέτλια , σχέτλιος able to hold out neut nom/voc/acc pl σχέτλιε , σχέτλιος able to hold out masc voc sg σχέτλιαι , σχέτλιος able to hold out fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχέτλιος — ία, ον, θηλ. και ίη και σπαν. ος, Α 1. (για πρόσ.) επίμονος, ακατάβλητος, απτόητος, συνήθως με παράλληλη σημασία τού τρομερού και τού ολέθριου (α. «σχέτλιός ἐσσι γεραιέ σὺ μὲν πόνου οὔ ποτε λήγεις», Ομ. Ιλ. β. «σχέτλιός εἰς, Ὀδυσσεῡ περί τι μένος …   Dictionary of Greek

  • σχετλιάσας — σχετλῑά̱σᾱς , σχετλῖάζω fut part act fem acc pl (doric) σχετλῑά̱σᾱς , σχετλῖάζω fut part act fem gen sg (doric) σχετλῑάσᾱς , σχετλῖάζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) σχετλιά̱σᾱς , σχετλιάζω complain of hardship fut part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίχομαι — οἴχομαι και οἰχέομαι και συνηρ. τ. οἰχεῡμαι (Α) 1. πηγαίνω ή έρχομαι (α. «κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντη ὀτρύνων μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ. β. «οἴχηται φεύγων» έφυγε και χάθηκε γ. «ὤχετ εὐθὺς ἀπιών» έφυγε και πάει, έφυγε τρέχοντας δ. «ἐκπέφευγ , οἴχεται… …   Dictionary of Greek

  • φιλώ — (I) άω, Ν βλ. φιλώ (II). (II) φιλῶ, έω, ΝΜΑ, και φιλώ, άω, και μέσ. φιλιούμαι και φιλιέμαι, Ν, και αιολ. τ. φίλημμι και βοιωτ. τ. φίλειμι Α [φίλος] 1. δίνω φιλί, ασπάζομαι (α. «τὸν αγκάλιασε και τὸν φίλησε» β. «φιλεῑν κατὰ τὸ στόμα», Ανθ. Παλ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • σχετλιάσαι — σχετλῑά̱σᾱͅ , σχετλῖάζω fut part act fem dat sg (doric) σχετλῑάσαι , σχετλῖάζω aor inf act σχετλῑάσαῑ , σχετλῖάζω aor opt act 3rd sg σχετλιά̱σᾱͅ , σχετλιάζω complain of hardship fut part act fem dat sg (doric) σχετλιάζω complain of hardship… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»